- ρινολόγος
- ο, η, Νιατρ. ιατρός ειδικός στην παθολογία και τη θεραπευτική τής μύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinologist (< ῥίς, ῥινός + -λόγος*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρινολόγος — ο, η ο γιατρός που ειδικεύτηκε στη ρινολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek